αντικατατείνω

αντικατατείνω
ἀντικατατείνω (Α)
1. εκτείνω, τεντώνω κάτι τραβώντας το από τα δύο άκρα
2. αντιπαραθέτω επιχειρήματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀντικατατετάσθαι — ἀντικατατείνω make counter extension perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντικατατείναντες — ἀντικατατείνω make counter extension aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντικατατείνειν — ἀντικατατείνω make counter extension pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντικατατείνουσαν — ἀντικατατείνω make counter extension pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντικατάτασις — ἀντικατάτασις, η (Α) [αντικατατείνω] το να τεντώνει κανείς κάτι τραβώντας το από τα δύο άκρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”